Ως δικηγόροι διαζυγίων, έχουμε χειριστεί πολλές περιπτώσεις που ο ένας από τους δύο συζύγους έχει περιουσιακές απαιτήσεις μετά την λύση του γάμου. Σύμφωνα με το νόμο, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι προϋπόθεση είναι να αποδείξει ο ενάγων ότι συνεισέφερε στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου με οποιονδήποτε τρόπο.
Μεγάλο πρόβλημα δημιουργείται όταν υπάρχουν κοινοί λογαριασμοί και ο γάμος έχει κρατήσει πολλά χρόνια, οπότε είναι πολύ δύσκολο να αποδείξει ο κάθε σύζυγος τη συνεισφορά του στην απόκτηση και αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Γι’ αυτόν τον λόγο μία τέτοια υπόθεση χρειάζεται να την χειριστεί ένας έμπειρος δικηγόρος στο οικογενειακό δίκαιο.